- φαρμάσσω
- και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.)2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ φαρμάττειν τὰ ἔρια, καὶ μηλοῡν, καὶ καταμηλοῡν, τὸ τῷ κινήθρῳ καταδύειν», Πολυδ.)3. θεραπεύω ή ανακουφίζω κάποιον με τη χρήση φαρμάκων4. μαγεύω κάποιον με ποτά ή φίλτρα, γοητεύω («τοὺς οἰομένους πεφαρμάχθαι δι' ἐπῳδῶν», Αμμών.)5. καθιστώ κάτι δηλητηριώδες με ανάμιξη φαρμάκου, δηλητηριάζω («φαρμάττουσα τὸ ὕδωρ», Πλούτ.)6. εμποτίζω κάτι με φαρμακευτική ουσία («φαρμάσσειν μέθυ», Νίκ.)7. (σχετικά με έδεσμα) αρτύω, καρυκεύω*8. μτφ. θέλγω, σαγηνεύω κάποιον με κολακείες («γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις», Πλάτ.)9. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) φαρμασσομένηεπίπλαστη, ψεύτικη.[ΕΤΥΜΟΛ. < *φαρμάκ-jω < φάρμακον*].
Dictionary of Greek. 2013.